Η Πυλη
Η Πύλη βρίσκεται στην είσοδο της πεδινής περιοχής της Θεσσαλίας προς τα ορεινά της Πίνδου. Τα δύο αντικριστά βουνά: Κόζιακας και Ίταμος, που διαχωρίζονται από τον Πορταϊκό ποταμό σχηματίζουν μία φυσική μεγαλόπρεπη Πύλη, απ’ όπου και το όνομα της κωμόπολης. Την Πύλη χωρίζει από τον συνοικισμό της Πόρτα-Παναγιάς ο Πορταϊκος ποταμός. Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον επισκέπτη, γιατί βρίσκεται στο κέντρο σπουδαίων βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων, αλλά και γιατί αποτελεί πέρασμα για τα γραφικά χωριά του Ασπροποτάμου και την Άρτα. Σήμερα είναι έδρα του ομώνυμου Δήμου και αριθμεί περίπου 2.500 κατοίκους, ενώ ολόκληρος ο Δήμος Πύλης φτάνει τους 4.500.
Ιστορια
Στη θέση του συνοικισμού Πόρτα-Παναγιά βρισκόταν η βυζαντινή πόλη Μεγάλαι Πύλαι ή Μεγάλη Πόρτα, η οποία στην Τουρκοκρατία ονομαζόταν Πόρτα-Παζάρ. Ο Άγγλος περιηγητής W. M. Leak (Ληκ), που πέρασε από εκεί το 1810, την αναφέρει ως Απάνω Πόρτα ή Πόρτα Παναγιά, σε αντίθεση με τον καινούργιο οικισμό της Πόρτας, ο οποίος είχε ήδη αναπτυχθεί στη δεξιά όχθη του ποταμού Πορταϊκού και που τον αναφέρει ως Κάτω Πόρτα ή Πόρτα-Νικόλα. Και τα δύο ονόματα (Πύλη και Πόρτα) έχουν σχέση με τη γεωγραφική θέση της κωμόπολης. Στον συνοικισμό Πόρτα-Παναγιά γεννήθηκε ο μητροπολίτης Λαρίσης Βησσαρίων Β΄ (1490-1540) ο οποίος ανακηρύχτηκε άγιος και πολιούχος των Τρικάλων, της Καλαμπάκας και της Πύλης. Η Πύλη υπήρξε πολλές φορές πεδίο σοβαρών μαχών εξαιτίας της θέσης της. Καταστράφηκε επανειλημμένα από τους κατακτητές. Τελευταία φορά πυρπολήθηκε από τα Ιταλικά στρατεύματα την 8η Ιουνίου 1943.
Οι Γεφυρες
Επί του Πορταϊκού ποταμού, στο ύψος της Πύλης, υπάρχουν, κοντά η μία στην άλλη, τέσσερις γέφυρες διαφορετικών εποχών (1514 έως 1981) και διαφορετικής τεχνικής (πέτρινη τοξωτή, δύο από μπετόν, κρεμαστή).
-
Η τοξωτή γέφυρα. Βρίσκεται 1 χλμ. περίπου δυτικά της Πύλης και έχει κτιστεί το 1514 από τον άγιο Βησσαρίωνα. Η γέφυρα αυτή ήταν η μοναδική ως το 1936, που συνέδεε τον κάμπο με την περιοχή Ασπροποτάμου. Είναι μονότοξη με μήκος 67 μ., πλάτος 2,05 μ., μέγιστο ύψος 30,50 μ. και ύψος στηθαίων 0,70 μ.
-
Η γέφυρα Κονδύλη. Οι ανάγκες της εποχής οδήγησαν στην κατασκευή νέας γέφυρας για την αμαξιτή σύνδεση των Τρικάλων με τα ορεινά χωριά. Έτσι 1 χλμ. δυτικότερα της παλιάς τοξωτής γέφυρας κατασκευάστηκε μια νέα, σύγχρονη για την εποχή εκείνη, από μπετόν. Η κατασκευή της άρχισε τον Νοέμβριο του 1934 και τελείωσε τον Ιούνιο του 1936. Η γέφυρα αυτή, που μοιάζει με σαΐτα, έχει μήκος 45,30 μ., πλάτος 6 μ. και ύψος 22 μ. Στις 9 Ιουνίου 1943 οι αντάρτες, για να παρεμποδίσουν τα μηχανοκίνητα κατοχικά στρατεύματα, ανατίναξαν το αριστερό της βάθρο. Η γέφυρα έπεσε χωρίς να σπάσει. Αργότερα ανασηκώθηκε και αποκαταστάθηκε στην αρχική της θέση, όπου παραμένει έως σήμερα και εξυπηρετεί την επικοινωνία με τα χωριά της Πίνδου, αλλά και την Άρτα.
-
Η γέφυρα Γκίκα. Κατασκευάστηκε το 1960-61 από οπλισμένο σκυρόδεμα και εξυπηρετεί μέχρι σήμερα πολλά χωριά στα ριζά του Κόζιακα. Έχει μήκος 170 μ.
-
Η κρεμαστή πεζογέφυρα. Κατασκευάστηκε το 1981 για την εξυπηρέτηση των κατοίκων της ομώνυμης βυζαντινής εκκλησίας. Έχει μήκος 120 μ, και στηρίζεται σε δύο πυλώνες ύψους 16 μ. Η ανάρτηση του καταστρώματος γίνεται με ευθύγραμμα προτεταμένα καλώδια και είναι η πρώτη γέφυρα στην Ελλάδα που κατασκευάστηκε με αυτή την τεχνική. Το πλάτος της είναι 2 μ. και το ύψος από την κοίτη του ποταμού 7μ.
Τα Μοναστηρια
Ο Νομός Τρικάλων εκτός από τα Μετέωρα, είναι γεμάτος από πολλά και αξιόλογα Βυζαντινά Μοναστήρια. Γύρω από την περιοχή της Πύλης, τα σημαντικότερα είναι:
-
Πορτα Παναγια
Στην όχθη του Πορταϊκού ποταμού, απέναντι από την κωμόπολη της Πύλης, στον παλαιό οικισμό της Πόρτα-Παναγιάς που ήταν γνωστός στην βυζαντινή εποχή ως “Μεγάλαι Πύλαι”, βρίσκεται ο ναός της Πόρτα-Παναγιάς, άλλοτε καθολικό σταυροπηγιακής μονής. Η μονή που ήταν αφιερωμένη στο όνομα της Ακαταμαχήτου Θεοτόκου ιδρύθηκε το 1283 από τον σεβαστοκράτορα Ιωάννη Άγγελο Κομνηνό Δούκα, νόθο γιο του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ Δούκα και διαλύθηκε στην διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Το καθολικό που είναι σύγχρονο με την αρχική φάση της μονής, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, αποτελεί το μοναδικό σωζόμενο κτίσμα της. Το 1843 πέρασε στη δικαιοδοσία της γειτονικής μονής Δουσίκου, ενώ παράλληλα εξακολουθούσε να λειτουργεί ως ενοριακός ναός των κατοίκων του χωριού της Πόρτα-Παναγιάς.
Ο ναός της Πόρτα-Παναγιάς αποτελείται από τον κυρίως ναό και τον μεταγενέστερο εξωνάρθηκα. Ο κυρίως ναός χαρακτηρίζεται ως τρίκλιτη σταυρεπίστεγη βασιλική τύπου Γ1 κατά την τυπολογική κατάταξη του Α. Ορλάνδου. Τα κλίτη διαιρούνται εσωτερικά με κιονοστοιχίες. Η τοποθέτηση των στεγών των επιμέρους τμημάτων του ναού σε διαφορετικά ύψη δίνει στο μνημείο μια μοναδική πλαστικότητα. Οι εξωτερικοί τοίχοι μέχρι το ύψος των 2 μ. από την ευθυντηρία είναι κατασκευασμένοι από μεγάλους φαιούς ασβεστόλιθους, μερικοί από τους οποίους σχηματίζουν σταυρούς. Στο υπόλοιπο τμήμα τους δομούνται κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Σποραδικά αντί για μια πλίνθο στους κατακόρυφους αρμούς υπάρχουν επάλληλα οριζόντια τεμάχια. Τα δίλοβα ή τρίλοβα παράθυρα περιβάλλονται από τοξωτά πλαίσια που φτάνουν ως την ποδιά τους και περιγράφονται από οδοντωτές ταινίες. Τα τύμπανα των παραθύρων κοσμούνται με κεραμοπλαστικό διάκοσμο που συνίσταται σε επάλληλες ορθές γωνίες και ενίοτε οριζόντιες οδοντωτές ταινίες ή ομόλογες καμπύλες. Οι εξωτερικοί τοίχοι διασπώνται επίσης από κεραμοπλαστικό διάκοσμο, οδοντωτές ταινίες κάτω από τα πώρινα γείσα, μαιάνδρους, σταυρούς κ.λ.π. Ο εξωνάρθηκας, ο οποίος προστέθηκε στο τέλος του 14ου αι. έχει σχήμα σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο.
Το μεγαλύτερο μέρος του γλυπτού διακόσμου του ναού καταστράφηκε κατά την πυρκαγιά του 1855. Το μαρμάρινο τέμπλο είναι το αρχικό με ορισμένες αναπροσαρμογές που οφείλονται στην αποκατάσταση του Α. Ορλάνδου. Τα κιονόκρανα που επιστέφουν τους κιονίσκους, καθώς και το επιστύλιο, κοσμούνται με ανάγλυφο επιπεδόγλυφο διάκοσμο που φέρει υπολείμματα κηρομαστίχης. Στους δυο ανατολικούς πεσσούς είναι προσαρμοσμένες, σε θέση αντίστροφη της ορθόδοξης διάταξης, ολόσωμες ψηφιδωτές εικόνες του Χριστού και της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας.
-
Μονη Αγιου Βησσαριωνος
To μοναστήρι του Αγίου Βησσαρίωνος (Δουσίκου) βρίσκεται σε απόσταση 25χλμ. από τα Τρίκαλα, κοντά στην κωμόπολη της Πύλης και πάνω από το χωριό Άγιος Βησσαρίων (πρώην Δούσικο). Η μονή αποκαλείται και μονή του Σωτήρος των Μεγάλων Πυλών λόγω της σύνδεσής της με την κοντινή και διαλυμένη σήμερα, βυζαντινή μονή του 13ου αιώνα, της Πόρτα -Παναγιάς. Ιδρύθηκε μεταξύ των ετών 1527-1535, στον χώρο ερειπίων μονής του 13ου – 14ου αιώνα αφιερωμένης στο Χριστό. Το πρώτο καθολικό της μονής έχτισε ο ιδρυτής της μονής ο άγιος Βησσαρίων Α΄, μητροπολίτης Λαρίσης και ιστορική προσωπικότητα μεγάλης εμβέλειας και κοινωνικής δράσης., με τη βοήθεια του αδελφού του Ιγνατίου (επισκόπου Καπούας και Φαναρίου). Στη θέση του παλαιού αυτού καθολικού κτίστηκε «εκ βάθρων? το 1557 το σημερινό καθολικό, από τον ανηψιό του αγίου Βησσαρίωνος και μητροπολίτη Λαρίσης Νεόφυτο Β΄ και τους επισκόπους Δημητριάδος Ιωσήφ, Λιτζάς Λουκά και Φαναρίου Μαρτύριο. Στον Νεόφυτο που είναι ο δεύτερος κτήτορας της μονής οφείλεται και η επέκταση των κελλιών. Η μονή ήταν από τα πλούσια και δραστήρια μοναστήρια της περιοχής με κτήματα στη Ρουμανία. Η παράδοση αναφέρει πως στην περίοδο της ακμής του διέθετε 365 κελλιά. τράπεζα (1682) αλλά και πλουσιότατη βιβλιοθήκη. Το 1771 και το 1820 η μονή λεηλατήθηκε από τους Τουρκαλβανούς ενώ το 1823 μετά τη σύλληψη και φυλάκιση του ηγουμένου της μονής, ακολούθησε σφαγή και λεηλασία της από τους στρατιώτες του Σούλτζε Κόρυτζα. Το μοναστήρι έπαθε νέες καταστροφές από πυρκαγιά και τους βομβαρδισμούς του 1943. Σήμερα λειτουργεί με λίγους μοναχούς και είναι άβατο στις γυναίκες.
Παλαιότερα η είσοδος στον οχυρωματικό περίβολο της μονής γινόταν με τη βοήθεια μιας κινητής ξύλινης κλίμακας, η οποία ανασύρονταν μετά τη δύση του ηλίου. Σήμερα, ο επισκέπτης εισέρχεται στον περίβολο της μονής μέσω της κεντρικής εισόδου, η οποία βρίσκεται στο μέσο περίπου της νότιας πλευράς του. Κεντρικό κτίριο της αυλής αποτελεί το καθολικό της μονής, αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Πρόκειται για έναν αθωνίτικου τύπου, σύνθετο τετρακιόνιο, ναό, στον οποίο έχει προστεθεί νάρθηκας και εξωνάρθηκας. Πάνω από τους χώρους αυτούς βρίσκονται τα παρεκκλήσια των Εισοδίων της Θεοτόκου, του Τιμίου Προδρόμου και των Αγίων Πάντων. Η αγιογράφηση του καθολικού, έργο του ζωγράφου Τζώρτζη ή Ζώρζη, αποπερατώθηκε τον Νοέμβριο του 1557. Από τα τρία παρεκκλήσια της μονής, το παρεκκλήσιο των Εισοδίων της Θεοτόκου φέρει διάκοσμο του 1675, το παρεκκλήσιο του Τιμίου Προδρόμου του 1693 και το παρεκκλήσιο των Αγίων Πάντων του 1746. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο του καθολικού είναι μεταγενέστερο της αρχικής φάσης του καθολικού και χρονολογείται στα 1813. Το καθολικό περιβάλλεται από τριώροφα κτίρια με ξύλινους εξώστες που στεγάζουν τις υπόλοιπες δραστηριότητες της μονής. Αριστερά της εισόδου στη μονή βρίσκεται η Τράπεζα. Πολλά από τα αρχικά κτίρια της μονής, όπως το τμήμα της δυτική πτέρυγας κελλιών, καταστράφηκαν και σήμερα έχουν αναστηλωθεί.
O μικρός ναός και ο ξενώνας που βρίσκονται προσαρτημένα στην δυτική πλευρά του αρχικού περιβόλου της μονής χτίστηκαν την δεκαετία του 1960 προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες γυναικών προσκυνητών, στις οποίες απαγορεύεται η είσοδος στο αρχικό μοναστηριακό συγκρότημα. Οι ανάγκες αυτές καλύπτονται σήμερα στον ξενώνα και το ναΰδριο που χτίστηκε, τα τελευταία χρόνια, σε μικρή απόσταση νοτίως της μονής.